Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνειξις
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείργω
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισθρῴσκω
συνεισκατοικέω
View word page
συνεισβολή
συνεις-βολή, ,
A). clash of fighters, Eust. 76.10 .


ShortDef

clash

Debugging

Headword:
συνεισβολή
Headword (normalized):
συνεισβολή
Headword (normalized/stripped):
συνεισβολη
IDX:
99862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεις-βολή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clash</span> of fighters, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:76:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:76.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 76.10 </a>.</div> </div><br><br>'}