Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνειλέω
συνείλησις
συνειλίσσω
συνειλύω
συνείμαρται
σύνειμι1
σύνειμι2
σύνειξις
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείργω
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
View word page
συνείργω
συνείργω,
A). v. συνέργω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνείργω
Headword (normalized):
συνείργω
Headword (normalized/stripped):
συνειργω
IDX:
99855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνείργω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνέργω</span> .</div> </div><br><br>'}