Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικάνθαρον
ἀντικάρδιον
ἀντικαρτερέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικατάγω
ἀντικαταδύνω
ἀντικαταδύομαι
ἀντικατάδυσις
ἀντικαταθνήσκω
ἀντικατακλείω
ἀντικαταλαμβάνω
ἀντικαταλέγω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
View word page
ἀντικατακλείω
ἀντικατα-κλείω, in Pass.,
A). to be enclosed in turn, Ruf. Oss. 38 .


ShortDef

to be enclosed in turn

Debugging

Headword:
ἀντικατακλείω
Headword (normalized):
ἀντικατακλείω
Headword (normalized/stripped):
αντικατακλειω
IDX:
9984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικατα-κλείω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be enclosed in turn,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ruf.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Oss.</span> 38 </span>.</div> </div><br><br>'}