Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνειδοποιέομαι
συνεικάζω
συνείκανα
συνείκοσι
συνείκω1
συνείκω2
συνείκω3
συνειλαπινάζω
συνειλέω
συνείλησις
συνειλίσσω
συνειλύω
συνείμαρται
σύνειμι1
σύνειμι2
σύνειξις
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείργω
συνειρμός
συνείρω
View word page
συνειλίσσω
συνειλίσσω
,
A).
v.
συνελίσσω
.
συνείλλω
, v.
συνίλλω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνειλίσσω
Headword (normalized):
συνειλίσσω
Headword (normalized/stripped):
συνειλισσω
IDX:
99847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99848
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνειλίσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνελίσσω</span> . <span class="orth greek">συνείλλω</span>, v. <span class="ref greek">συνίλλω</span> .</div> </div><br><br>'}