Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθισμός
συνεθιστέον
συνειδέναι
συνείδησις
συνεῖδον
συνειδοποιέομαι
συνεικάζω
συνείκανα
συνείκοσι
συνείκω1
συνείκω2
συνείκω3
συνειλαπινάζω
συνειλέω
συνείλησις
συνειλίσσω
συνειλύω
συνείμαρται
σύνειμι1
View word page
συνείκοσι
συνείκοσι
, only in form
ξυνεείκοσι
(q.v.).
ShortDef
twenty together, by twenties
Debugging
Headword:
συνείκοσι
Headword (normalized):
συνείκοσι
Headword (normalized/stripped):
συνεικοσι
IDX:
99840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99841
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνείκοσι</span>, only in form <span class="foreign greek">ξυνεείκοσι</span> (q.v.).</div><br><br>'}