Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνέδριον
συνεδρίτης
σύνεδρος
συνεέργαθον
συνεζευγμένως
συνέζομαι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθισμός
συνεθιστέον
συνειδέναι
συνείδησις
συνεῖδον
συνειδοποιέομαι
συνεικάζω
συνείκανα
συνείκοσι
συνείκω1
συνείκω2
συνείκω3
συνειλαπινάζω
View word page
συνειδέναι
συνειδέναι,
A). v. σύνοιδα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνειδέναι
Headword (normalized):
συνειδέναι
Headword (normalized/stripped):
συνειδεναι
IDX:
99834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99835
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνειδέναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύνοιδα</span> .</div> </div><br><br>'}