Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνέδρα
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνεδριάζω
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
συνεδρίτης
σύνεδρος
συνεέργαθον
συνεζευγμένως
συνέζομαι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθισμός
συνεθιστέον
συνειδέναι
συνείδησις
συνεῖδον
συνειδοποιέομαι
View word page
συνεέργαθον
συνεέργᾰθον, συνεέργω,
A). v. συνέργω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεέργαθον
Headword (normalized):
συνεέργαθον
Headword (normalized/stripped):
συνεεργαθον
IDX:
99827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99828
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεέργᾰθον</span>, <span class="orth greek">συνεέργω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνέργω</span> .</div> </div><br><br>'}