Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικακουργέω
ἀντικακόω
ἀντικαλέω
ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικάνθαρον
ἀντικάρδιον
ἀντικαρτερέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικατάγω
ἀντικαταδύνω
ἀντικαταδύομαι
ἀντικατάδυσις
ἀντικαταθνήσκω
ἀντικατακλείω
ἀντικαταλαμβάνω
ἀντικαταλέγω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
View word page
ἀντικαταδύομαι
ἀντικατα-δύομαι,
A). stoop down in turn or in opposition, Ach Tat. 6.18 .


ShortDef

stoop down in turn

Debugging

Headword:
ἀντικαταδύομαι
Headword (normalized):
ἀντικαταδύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντικαταδυομαι
IDX:
9981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9982
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικατα-δύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stoop down in turn</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">in opposition,</span> Ach Tat.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1431.tlg001:6:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1431.tlg001:6.18/canonical-url/"> 6.18 </a>.</div> </div><br><br>'}