Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγράφω
συνεγγυάω
συνεγγύη
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεγκαίω
συνεγκηδεύω
συνεγκλίνω
συνεγκωμιάζω
συνέδρα
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνεδριάζω
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
συνεδρίτης
σύνεδρος
View word page
συνεγκωμιάζω
συνεγ-κωμιάζω,
A). collaudo, Gloss.


ShortDef

collaudo

Debugging

Headword:
συνεγκωμιάζω
Headword (normalized):
συνεγκωμιάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεγκωμιαζω
IDX:
99816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99817
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεγ-κωμιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">collaudo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}