Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
συνδυναστεύω
συνδύνω
σύνδυο
συνδύομαι
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνδωρέομαι
συνεαρίζω
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγράφω
συνεγγυάω
συνεγγύη
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεγκαίω
συνεγκηδεύω
συνεγκλίνω
View word page
συνεαρίζω
συνεᾰρίζω
,
A).
pass the spring with
,
τισι
Plu.
2.959c
.
ShortDef
pass the spring with
Debugging
Headword:
συνεαρίζω
Headword (normalized):
συνεαρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεαριζω
IDX:
99805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99806
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεᾰρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pass the spring with</span>, <span class="itype greek">τισι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.959c </span>.</div> </div><br><br>'}