συνδύομαι
συνδύομαι,
A). sink together, metaph., : Act. in form 8.45 συνδῠ-δύνω, set together with, τῷ ἡλίῳ Sign. 2 , : fut. 1.6 συνδύσεται ibid.: aor. 2 inf. συνδῦναι ib. 8 .
II). μετὰ τῶν .. μηλονόμων συνδεδυμένων τούτοις (sc. τοῖς λῃσταῖς) in league with them, PMasp. 2 iii 13 (vi A.D.); unless = συνδεδεμένων , constrained, forced by them.