Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδρωπακίζω
συνδυάζω
συνδυαίνω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
συνδυναστεύω
συνδύνω
σύνδυο
συνδύομαι
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνδωρέομαι
συνεαρίζω
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγράφω
συνεγγυάω
View word page
συνδύνω
συνδύνω,
A). v. συνδύομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνδύνω
Headword (normalized):
συνδύνω
Headword (normalized/stripped):
συνδυνω
IDX:
99799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99800
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνδύομαι</span> .</div> </div><br><br>'}