Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνδοσις
συνδοτικός
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράσσω
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδρωπακίζω
συνδυάζω
συνδυαίνω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
συνδυναστεύω
συνδύνω
σύνδυο
συνδύομαι
συνδυστυχέω
View word page
συνδρωπακίζω
συνδρωπᾰκίζω, = Lat.
A). compilo, Dosith. p.435 K.


ShortDef

compilo

Debugging

Headword:
συνδρωπακίζω
Headword (normalized):
συνδρωπακίζω
Headword (normalized/stripped):
συνδρωπακιζω
IDX:
99792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99793
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδρωπᾰκίζω</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">compilo</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dosith.</span> p.435 </span> K.</div> </div><br><br>'}