Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδονέω
συνδοξάζω
σύνδορπος
συνδορυφορέω
σύνδοσις
συνδοτικός
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράσσω
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδρωπακίζω
συνδυάζω
συνδυαίνω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
συνδυναστεύω
View word page
συνδρήστειρα
συνδρήστειρα, , Ion. for Συνδράστειρα,
A). joint-agent, assistant, σύν τε δρήστειρα πέλεσθαι A.R. 3.700 .


ShortDef

joint-agent, assistant

Debugging

Headword:
συνδρήστειρα
Headword (normalized):
συνδρήστειρα
Headword (normalized/stripped):
συνδρηστειρα
IDX:
99788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδρήστειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">Συνδράστειρα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint-agent, assistant</span>, <span class="quote greek">σύν τε δρήστειρα πέλεσθαι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:700" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.700/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.700 </a> .</div> </div><br><br>'}