Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνδιφρα
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδίωξις
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοκτικόν
συνδονέω
συνδοξάζω
σύνδορπος
συνδορυφορέω
σύνδοσις
συνδοτικός
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράσσω
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
View word page
συνδορυφορέω
συνδορῠφορέω,
A). constipo, Gloss.


ShortDef

constipo

Debugging

Headword:
συνδορυφορέω
Headword (normalized):
συνδορυφορέω
Headword (normalized/stripped):
συνδορυφορεω
IDX:
99781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδορῠφορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">constipo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}