Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδισκεύω
σύνδιφρα
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδίωξις
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοκτικόν
συνδονέω
συνδοξάζω
σύνδορπος
συνδορυφορέω
σύνδοσις
συνδοτικός
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράσσω
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάς
συνδρομή
View word page
σύνδορπος
σύνδορπος, ον,
A). = σύνδειπνος , Lyc. 135 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύνδορπος
Headword (normalized):
σύνδορπος
Headword (normalized/stripped):
συνδορπος
IDX:
99780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99781
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύνδορπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σύνδειπνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 135 </span>.</div> </div><br><br>'}