Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντίκαινον
ἀντικαίω
ἀντικακουργέω
ἀντικακόω
ἀντικαλέω
ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικάνθαρον
ἀντικάρδιον
ἀντικαρτερέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικατάγω
ἀντικαταδύνω
ἀντικαταδύομαι
ἀντικατάδυσις
ἀντικαταθνήσκω
ἀντικατακλείω
ἀντικαταλαμβάνω
ἀντικαταλέγω
ἀντικαταλείπω
View word page
ἀντικαρτερέω
ἀντικαρτερέω,
A). hold out against, πρός τι D.C. 39.41 .


ShortDef

hold out against

Debugging

Headword:
ἀντικαρτερέω
Headword (normalized):
ἀντικαρτερέω
Headword (normalized/stripped):
αντικαρτερεω
IDX:
9977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9978
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικαρτερέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hold out against,</span> <span class="quote greek">πρός τι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:39:41" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:39.41/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 39.41 </a> .</div> </div><br><br>'}