Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνδιορθόω
συνδιορίζομαι
συνδιπλόω
συνδισκεύω
σύνδιφρα
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδίωξις
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοκτικόν
συνδονέω
συνδοξάζω
σύνδορπος
συνδορυφορέω
σύνδοσις
συνδοτικός
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράσσω
συνδράω
View word page
συνδοκτικόν
συνδοκτικόν·
συνδεδογμένον
,
Hsch.
;
A).
gloss on
ἠδικτόν
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνδοκτικόν
Headword (normalized):
συνδοκτικόν
Headword (normalized/stripped):
συνδοκτικον
IDX:
99777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99778
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδοκτικόν·</span> <span class="foreign greek">συνδεδογμένον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἠδικτόν</span> , Id.</div> </div><br><br>'}