Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδικία
σύνδικος
συνδιογκόομαι
συνδιοικέω
συνδιόλλυμι
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιορίζομαι
συνδιπλόω
συνδισκεύω
σύνδιφρα
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδίωξις
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοκτικόν
συνδονέω
συνδοξάζω
σύνδορπος
συνδορυφορέω
View word page
σύνδιφρα
σύνδιφρα, τά, =
A). bisellia, IGRom. 4.210 (Ilium).


ShortDef

bisellia

Debugging

Headword:
σύνδιφρα
Headword (normalized):
σύνδιφρα
Headword (normalized/stripped):
συνδιφρα
IDX:
99771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99772
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύνδιφρα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bisellia,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IGRom.</span> 4.210 </span> (Ilium).</div> </div><br><br>'}