Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικία
σύνδικος
συνδιογκόομαι
συνδιοικέω
συνδιόλλυμι
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιορίζομαι
συνδιπλόω
συνδισκεύω
σύνδιφρα
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδίωξις
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
View word page
συνδιοράω
συνδι-οράω,
A). examine together, folld. by a relat., Isoc. 4.187 .


ShortDef

to examine together

Debugging

Headword:
συνδιοράω
Headword (normalized):
συνδιοράω
Headword (normalized/stripped):
συνδιοραω
IDX:
99766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99767
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδι-οράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">examine together</span>, folld. by a relat., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg011.perseus-grc1:187" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg011.perseus-grc1:187/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Isoc.</span> 4.187 </a>.</div> </div><br><br>'}