συνδιοικέω
συνδι-οικέω,
A). administer together, , 7.9 . 6.11a 7 ; ἀγῶνα Milet. 1(7).203a17 (ii B.C.); τινι with one, ; 24.160 bring about together with, μετὰ τῆς πρες βείας, ὅπως .. SIG 353.5 (Ephesus, iv B.C.):— Med., παρὰ τῶν πρυτάνεων, ὅπως .. Char. 21.11 (s.v.l.):— Pass., share the advantage of, τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δενδρῶν] -ούμενα στερεότητι . 1.96