Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικία
σύνδικος
συνδιογκόομαι
συνδιοικέω
συνδιόλλυμι
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιορίζομαι
συνδιπλόω
συνδισκεύω
σύνδιφρα
συνδιψάω
συνδιώκω
View word page
συνδιογκόομαι
συνδι-ογκόομαι, Pass.,
A). swell up together, Sor. 1.15 .


ShortDef

swell up together

Debugging

Headword:
συνδιογκόομαι
Headword (normalized):
συνδιογκόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιογκοομαι
IDX:
99763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99764
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδι-ογκόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swell up together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.15 </a>.</div> </div><br><br>'}