Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικία
σύνδικος
συνδιογκόομαι
View word page
συνδιηθέομαι
συνδι-ηθέομαι, Pass.,
A). to be filtered through together, Pl. Ti. 66e , Gal. 17(1).836 .


ShortDef

to be filtered through together

Debugging

Headword:
συνδιηθέομαι
Headword (normalized):
συνδιηθέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιηθεομαι
IDX:
99753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99754
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδι-ηθέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be filtered through together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg031:66e" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg031:66e/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ti.</span> 66e </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).836 </span>.</div> </div><br><br>'}