Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικία
σύνδικος
View word page
συνδιέρχομαι
συνδι-έρχομαι,
A). go together with, belong to a thing, Gal. 8.705 ; gloss on παραγγέλλων , Suid.


ShortDef

go together with, belong to

Debugging

Headword:
συνδιέρχομαι
Headword (normalized):
συνδιέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιερχομαι
IDX:
99752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99753
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδι-έρχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">go together with, belong to</span> a thing, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.705 </span>; gloss on <span class="ref greek">παραγγέλλων</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}