Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικαθαιρέω
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντίκαινον
ἀντικαίω
ἀντικακουργέω
ἀντικακόω
ἀντικαλέω
ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικάνθαρον
ἀντικάρδιον
ἀντικαρτερέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικατάγω
ἀντικαταδύνω
ἀντικαταδύομαι
ἀντικατάδυσις
ἀντικαταθνήσκω
ἀντικατακλείω
View word page
ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικαλλωπίζομαι,
A). adorn oneself in rivalry with, πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plu. 2.406d .


ShortDef

adorn oneself in rivalry with

Debugging

Headword:
ἀντικαλλωπίζομαι
Headword (normalized):
ἀντικαλλωπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντικαλλωπιζομαι
IDX:
9974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικαλλωπίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">adorn oneself in rivalry with,</span> <span class="quote greek">πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.406d </span> .</div> </div><br><br>'}