Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
View word page
συνδιελαύνω
συνδι-ελαύνω, intr.,
A). pass, ἐκ παίδων εἰς ἐφήβους Them. Or. 34p.456Dind.


ShortDef

pass

Debugging

Headword:
συνδιελαύνω
Headword (normalized):
συνδιελαύνω
Headword (normalized/stripped):
συνδιελαυνω
IDX:
99748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99749
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδι-ελαύνω</span>, intr., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pass</span>, <span class="quote greek">ἐκ παίδων εἰς ἐφήβους</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 34p.456Dind. </span> </div> </div><br><br>'}