Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
View word page
συνδιεκπίπτω
συνδιεκ-πίπτω,
A). escape together, Plu. Publ. 19 , Gal. 8.227 .


ShortDef

to rush out through together

Debugging

Headword:
συνδιεκπίπτω
Headword (normalized):
συνδιεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνδιεκπιπτω
IDX:
99747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99748
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδιεκ-πίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">escape together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg008:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg008:19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Publ.</span> 19 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.227 </span>.</div> </div><br><br>'}