Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
View word page
συνδιεκβάλλω
συνδιεκ-βάλλω,
A). make to pass through with, Gal. UP 9.8 .


ShortDef

make to pass through with

Debugging

Headword:
συνδιεκβάλλω
Headword (normalized):
συνδιεκβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συνδιεκβαλλω
IDX:
99745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99746
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδιεκ-βάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make to pass through with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg017:9:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg017:9.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">UP</span> 9.8 </a>.</div> </div><br><br>'}