Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνδιαφθείρω
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
View word page
συνδιεγείρομαι
συνδιεγείρομαι
,
A).
arise together
, of prayers,
τῷ Σεβαστῷ
Sardis
7(1).8.9
(i B.C.).
ShortDef
arise together
Debugging
Headword:
συνδιεγείρομαι
Headword (normalized):
συνδιεγείρομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιεγειρομαι
IDX:
99744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99745
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδιεγείρομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">arise together</span>, of prayers, <span class="quote greek">τῷ Σεβαστῷ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sardis</span> 7(1).8.9 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}