Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
συνδιαφεύγω
συνδιαφθείρω
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
View word page
συνδιαχέω
συνδια-χέω,
A). dissolve a thing into a liquid, Plu. 2.953d ( Pass.).


ShortDef

dissolve

Debugging

Headword:
συνδιαχέω
Headword (normalized):
συνδιαχέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαχεω
IDX:
99741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99742
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-χέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dissolve</span> a thing <span class="tr" style="font-weight: bold;">into</span> a liquid, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.953d </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}