Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιατυπόω
συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
συνδιαφεύγω
συνδιαφθείρω
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
View word page
συνδιαχειρίζω
συνδια-χειρίζω,
A). assist in accomplishing, τὰ λοιπά Hdt. 9.103 .


ShortDef

to assist in accomplishing

Debugging

Headword:
συνδιαχειρίζω
Headword (normalized):
συνδιαχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαχειριζω
IDX:
99740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-χειρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assist in accomplishing</span>, <span class="quote greek">τὰ λοιπά</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:9:103" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:9.103/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> 9.103 </a> .</div> </div><br><br>'}