συνδιαφυλάσσω
συνδια-φῠλάσσω,
A). assist in preserving, , 143 CIG 3048.31 , 3058 (Teos), AJP 48.18 (Rome); assist in guarding, φρούριον SIG 363.5 (Ephesus, iii B.C.); ς. τινὶ τὴν ἀρχήν, τὰ πράγματα, , 7.3.7 Comp.Dion.Brut. 3 ; ἀλλήλοις τὴν ἐλευθερίαν OGI 5.54 (Scepsis, iv B.C.).