Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
συνδιαττάω
συνδιατυπόω
συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
συνδιαφεύγω
συνδιαφθείρω
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
View word page
συνδιαφόρως
συνδια-φόρως, Adv.
A). together with a difference, Iamb. in Nic. p.13P.


ShortDef

together with a difference

Debugging

Headword:
συνδιαφόρως
Headword (normalized):
συνδιαφόρως
Headword (normalized/stripped):
συνδιαφορως
IDX:
99737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99738
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-φόρως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">together with a difference</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg004:p.13P" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg004:p.13P/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Nic.</span> p.13P. </a> </div> </div><br><br>'}