Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
συνδιαττάω
συνδιατυπόω
συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
συνδιαφεύγω
συνδιαφθείρω
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
View word page
συνδιαφορέω
συνδια-φορέω,
A). disperse together, Longin. 40.1 :— Pass., Steph. in Hp. 2.336D.


ShortDef

disperse together

Debugging

Headword:
συνδιαφορέω
Headword (normalized):
συνδιαφορέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαφορεω
IDX:
99736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99737
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-φορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disperse together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 40.1 </span>:— Pass., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0724.tlg002:2:336D" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0724.tlg002:2.336D/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Steph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Hp.</span> 2.336D. </a> </div> </div><br><br>'}