Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
συνδιαττάω
συνδιατυπόω
συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
συνδιαφεύγω
συνδιαφθείρω
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
View word page
συνδιατυπόω
συνδια-τῠπόω,
A). form together with, τινί τι Placit. 4.13.8 .


ShortDef

form together with

Debugging

Headword:
συνδιατυπόω
Headword (normalized):
συνδιατυπόω
Headword (normalized/stripped):
συνδιατυποω
IDX:
99730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99731
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-τῠπόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">form together with</span>, <span class="quote greek">τινί τι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Placit.</span> 4.13.8 </span> .</div> </div><br><br>'}