Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
συνδιαττάω
συνδιατυπόω
συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
συνδιαφεύγω
συνδιαφθείρω
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
View word page
συνδιαττάω
συνδια-ττάω,
A). pass through the sieve as well, in Pass., οὐ -ᾶται Gal. 18(1).471 .


ShortDef

pass through the sieve as well

Debugging

Headword:
συνδιαττάω
Headword (normalized):
συνδιαττάω
Headword (normalized/stripped):
συνδιατταω
IDX:
99729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99730
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-ττάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pass through the sieve as well</span>, in Pass., <span class="quote greek">οὐ -ᾶται</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).471 </span> .</div> </div><br><br>'}