Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
συνδιαττάω
συνδιατυπόω
συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
συνδιαφεύγω
συνδιαφθείρω
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
View word page
συνδιατρέπομαι
συνδια-τρέπομαι, Pass.,
A). turn away or be ashamed along with, τὸ πρόσωπον ς. τῇ ψυχῇ Plu. 2.528e .


ShortDef

turn away

Debugging

Headword:
συνδιατρέπομαι
Headword (normalized):
συνδιατρέπομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιατρεπομαι
IDX:
99726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-τρέπομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">turn away</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">be ashamed along with</span>, <span class="quote greek">τὸ πρόσωπον ς. τῇ ψυχῇ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.528e </span> .</div> </div><br><br>'}