Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
συνδιαττάω
συνδιατυπόω
συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
View word page
συνδιατείνω
συνδια-τείνω,
A). help to stretch, Gal. 8.288 :— Pass., extend all together with, τοῖς σώμασι Plu. 2.63c .


ShortDef

help to stretch

Debugging

Headword:
συνδιατείνω
Headword (normalized):
συνδιατείνω
Headword (normalized/stripped):
συνδιατεινω
IDX:
99722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99723
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-τείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to stretch</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.288 </span>:— Pass., <span class="tr" style="font-weight: bold;">extend all together with</span>, <span class="quote greek">τοῖς σώμασι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.63c </span> .</div> </div><br><br>'}