Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαρράπτω
συνδιαρρέω
συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
συνδιαττάω
συνδιατυπόω
View word page
συνδιαταλαιπωρέω
συνδια-τᾰλαιπωρέω,
A). endure hardship with or together, Pl. Cri. 45d .


ShortDef

to endure hardship with

Debugging

Headword:
συνδιαταλαιπωρέω
Headword (normalized):
συνδιαταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαταλαιπωρεω
IDX:
99720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-τᾰλαιπωρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">endure hardship with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg003.perseus-grc1:45d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg003.perseus-grc1:45d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cri.</span> 45d </a>.</div> </div><br><br>'}