Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαρθρόω
συνδιαρκέω
συνδιαρράπτω
συνδιαρρέω
συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
View word page
συνδιασύρω
συνδια-σύρω [ῡ],
A). join in depreciating, prob. cj. in Plu. 2.631e .


ShortDef

join in depreciating

Debugging

Headword:
συνδιασύρω
Headword (normalized):
συνδιασύρω
Headword (normalized/stripped):
συνδιασυρω
IDX:
99718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99719
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-σύρω</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in depreciating</span>, prob. cj. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.631e </span>.</div> </div><br><br>'}