Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαπορέω
συνδιαπορθμεύομαι
συνδιαπράσσω
συνδιαρθρόω
συνδιαρκέω
συνδιαρράπτω
συνδιαρρέω
συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
View word page
συνδιασπάω
συνδια-σπάω,
A). part forcibly at the same time, Gal. 8.55 .


ShortDef

part forcibly at the same time

Debugging

Headword:
συνδιασπάω
Headword (normalized):
συνδιασπάω
Headword (normalized/stripped):
συνδιασπαω
IDX:
99715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-σπάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">part forcibly at the same time</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.55 </span>.</div> </div><br><br>'}