Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαπνέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπορθμεύομαι
συνδιαπράσσω
συνδιαρθρόω
συνδιαρκέω
συνδιαρράπτω
συνδιαρρέω
συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
View word page
συνδιασείω
συνδια-σείω,
A). concutio, Gloss.


ShortDef

concutio

Debugging

Headword:
συνδιασείω
Headword (normalized):
συνδιασείω
Headword (normalized/stripped):
συνδιασειω
IDX:
99712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-σείω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concutio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}