Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνδιαπλέκω
συνδιαπλέω
συνδιαπνέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπορθμεύομαι
συνδιαπράσσω
συνδιαρθρόω
συνδιαρκέω
συνδιαρράπτω
συνδιαρρέω
συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
View word page
συνδιαρράπτω
συνδια-ρράπτω
,
A).
sew together
,
μυσὶ τοὺς τένοντας
Gal.
13.601
.
ShortDef
sew together
Debugging
Headword:
συνδιαρράπτω
Headword (normalized):
συνδιαρράπτω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαρραπτω
IDX:
99710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99711
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-ρράπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sew together</span>, <span class="quote greek">μυσὶ τοὺς τένοντας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.601 </span> .</div> </div><br><br>'}