Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαπλάσσω
συνδιαπλέκω
συνδιαπλέω
συνδιαπνέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπορθμεύομαι
συνδιαπράσσω
συνδιαρθρόω
συνδιαρκέω
συνδιαρράπτω
συνδιαρρέω
συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
View word page
συνδιαρκέω
συνδι-αρκέω,
A). last as long as, c. dat., Them. Or. 5.68b .


ShortDef

last as long as

Debugging

Headword:
συνδιαρκέω
Headword (normalized):
συνδιαρκέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαρκεω
IDX:
99709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99710
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδι-αρκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">last as long as</span>, c. dat., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg005:68b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg005:68b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 5.68b </a>.</div> </div><br><br>'}