Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανέμω
συνδιανήχομαι
συνδιανοέομαι
συνδιαπεραίνω
συνδιαπέτομαι
συνδιαπήγνυμαι
συνδιαπίπτω
συνδιαπλάσσω
συνδιαπλέκω
συνδιαπλέω
συνδιαπνέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπορθμεύομαι
συνδιαπράσσω
συνδιαρθρόω
συνδιαρκέω
View word page
συνδιαπλάσσω
συνδια-πλάσσω,
A). set a fracture, Pall. in Hp.Fract. 12.278C.


ShortDef

set

Debugging

Headword:
συνδιαπλάσσω
Headword (normalized):
συνδιαπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαπλασσω
IDX:
99699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99700
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-πλάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">set</span> a fracture, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in Hp.Fract.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2123.tlg001:12:278C" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2123.tlg001:12.278C/canonical-url/"> 12.278C. </a> </div> </div><br><br>'}