Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαλύω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανέμω
συνδιανήχομαι
συνδιανοέομαι
συνδιαπεραίνω
συνδιαπέτομαι
συνδιαπήγνυμαι
συνδιαπίπτω
συνδιαπλάσσω
συνδιαπλέκω
συνδιαπλέω
συνδιαπνέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπορθμεύομαι
συνδιαπράσσω
συνδιαρθρόω
View word page
συνδιαπίπτω
συνδια-πίπτω,
A). fall upon together, descend to an heir from many ancestors, εἰς ὃν ἁ τᾶς Ἑλλάδος εὐγένεια ἐν τοῖς μάλιστα συνδιαπείπτει IG 42(1).86.10 (Epid.).


ShortDef

fall upon together, descend to

Debugging

Headword:
συνδιαπίπτω
Headword (normalized):
συνδιαπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαπιπτω
IDX:
99698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-πίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fall upon together, descend to</span> an heir <span class="tr" style="font-weight: bold;">from many ancestors</span>, <span class="quote greek">εἰς ὃν ἁ τᾶς Ἑλλάδος εὐγένεια ἐν τοῖς μάλιστα συνδιαπείπτει</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 42(1).86.10 </span> (Epid.).</div> </div><br><br>'}