Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
συνδιαλλάσσω
συνδιαλυμαίνομαι
συνδιαλύω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανέμω
συνδιανήχομαι
συνδιανοέομαι
συνδιαπεραίνω
συνδιαπέτομαι
συνδιαπήγνυμαι
View word page
συνδιαλυμαίνομαι
συνδια-λῡμαίνομαι,
A). help to ruin, D.H. 1.23 .


ShortDef

help to ruin

Debugging

Headword:
συνδιαλυμαίνομαι
Headword (normalized):
συνδιαλυμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιαλυμαινομαι
IDX:
99687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99688
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-λῡμαίνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to ruin</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:1:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:1.23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 1.23 </a>.</div> </div><br><br>'}