Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακονέω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
συνδιαλλάσσω
συνδιαλυμαίνομαι
συνδιαλύω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
View word page
συνδιάκτορος
συνδῐάκτορ-ος, ,
A). fellow-διάκτορος, of Hermes, Luc. Cont. 1 .


ShortDef

a fellow

Debugging

Headword:
συνδιάκτορος
Headword (normalized):
συνδιάκτορος
Headword (normalized/stripped):
συνδιακτορος
IDX:
99681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99682
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδῐάκτορ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow</span>-<span class="foreign greek">διάκτορος</span>, of Hermes, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg023:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg023:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cont.</span> 1 </a>.</div> </div><br><br>'}