Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακονέω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
συνδιαλλάσσω
συνδιαλυμαίνομαι
συνδιαλύω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
View word page
συνδιακτορέω
συνδῐακτορ-έω,
A). join in conducting, Ἑρμῆς ταῦτα ς. Timocl. 1 D. (-κτονει Pap., -κονεῖ Koerte).


ShortDef

join in conducting

Debugging

Headword:
συνδιακτορέω
Headword (normalized):
συνδιακτορέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιακτορεω
IDX:
99680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99681
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδῐακτορ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in conducting</span>, <span class="foreign greek">Ἑρμῆς ταῦτα ς</span>. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0515.tlg001:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0515.tlg001:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Timocl.</span> 1 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> (<span class="foreign greek">-κτονει</span> Pap., <span class="foreign greek">-κονεῖ</span> Koerte).</div> </div><br><br>'}