Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαίτημα
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδίαιτος
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακονέω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
συνδιαλλάσσω
View word page
συνδιάκονος
συνδιάκονος [ᾱ],,
A). fellow-servant, Posidipp. 26.1 .


ShortDef

fellow-servant

Debugging

Headword:
συνδιάκονος
Headword (normalized):
συνδιάκονος
Headword (normalized/stripped):
συνδιακονος
IDX:
99676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδιάκονος</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-servant</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0500.tlg001:26:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0500.tlg001:26.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Posidipp.</span> 26.1 </a>.</div> </div><br><br>'}